χνόη
English (LSJ)
Ion. χνοίη,
A axle-box, nave, ἄξων ἐν χνοίῃσιν Parm.1.6; prob. in Emp.46; ἔλακον ἀξόνων βριθομένων χνόαι A.Th.153 (lyr); ἔθραυσε δ' ἄξονος μέσας χνόας S.El.745, cf. 717; ἀντύγων χνόας E.Rh.118. 2 metaph., χνόαι ποδῶν the joints on which the feet play, as the wheels on the axle, A.Th.371.
German (Pape)
[Seite 1361] ἡ, ion. χνοίη, wie χοινίκη, χοινικίς, die eiserne Büchse des Rades, welche die Achse aufnimmt, auch die Achse selbst; Parmenid. bei S. Emp. adv. math. 7, 111; Soph. El. 745; ἔλακον ἀξόνων βριθομένων χνόαι Aesch. Spt. 138; Eur. Rhes. 118; – das Knarren, welches durch die Reibung der Achse an der Büchse entsteht, übh. Geräusch, χνόαι ποδῶν Aesch. Spt. 356. Vgl. χνόος, κνόη, κνόος.
Greek (Liddell-Scott)
χνόη: Ἰον. χνοίη, ὡς τὸ Ὁμηρ. πλήμνη, ἡ, ἡ χοινικὶς τοῦ τροχοῦ διὰ τῆς ὀπῆς τῆς ὁποίας εἰσέρχεται ὁ ἄξων ἁμάξης Λατ. modiolus, ἄξων ἐν χνοίῃσιν Παρμεν. 8, Mullöch· ἔλακον ἀξόνων βριθομένων χνόαι Αἰσχύλ. Θήβ. 153· ἔθραυσε δ’ ἄξονος μέσας χνόας Σοφ. Ἠλ. 745, πρβλ. 717· ἀντύγων χνόας Εὐρ. Ρῆσ. 118· πρβλ. σῦριγξ ΙΙ. 2, χοινικὶς Ι. 2) μεταφ., χνόαι ποδῶν, αἱ ἀρθρώσεις περὶ ἂς στρέφονται οἱ πόδες, ὡς οἱ τροχοὶ περὶ τὸν ἄξονα, Αἰσχύλ. Θήβ. 371, ἀλλὰ κατὰ τὸν Σχολιαστήν: «χνόας ποδῶν, τὰ ἄκρα τῶν ποδῶν, ἢ παραβόλως τὸ συνεχὲς κίνημα τῶν ποδῶν».
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 écrou de fer au centre du moyeu, où s’adapte l’essieu d’une voiture;
2 bout de l’essieu dans le moyeu.
Étymologie: cf. κνάω.