χοινίκη

From LSJ

Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann

Menander, Monostichoi, 463
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοινίκη Medium diacritics: χοινίκη Low diacritics: χοινίκη Capitals: ΧΟΙΝΙΚΗ
Transliteration A: choiníkē Transliteration B: choinikē Transliteration C: choiniki Beta Code: xoini/kh

English (LSJ)

[ῐ], ἡ, = τοῦ τροχοῦ ἐν ᾧ στρέφεται ὁ ἄξων, Hsch. (s. v.l.; cf. χοινικίς 1).

German (Pape)

[Seite 1361] ἡ, 1) die eiserne Büchse des Rades, in welcher sich die Achse dreht, auch χνόη u. χοῖνιξ, Hesych. – Eine ähnliche Büchse an andern Instrumenten. – 2) ein wundärztliches Instrument zum Einschneiden in einen Knochen, der hohle Bohrer mit gezahntem Rande, der Krontrepan, Medic. – 3) auch wie χοῖνιξ, eine Art Fußeisen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χοινίκη: [ῐ], ἡ, (χοῖνιξ) = χνόη, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 104. - Πρβλ. χοινικὶς Ι.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
(λόγιος τ.) εργαλείο για διάνοιξη οπών, τρυπάνι
αρχ.
η χνόη του τροχού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖνιξ, χοίνικος. Η λ. αποτελεί πιθ. άλλο τ. της λ. χοινικίς].