φάρσος

Revision as of 20:12, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

εος, τό,

   A any piece cut off or severed, portion, ( = τρύφος, κλάσμα, πτερύγιον, ἀκρωτήριον, Hsch.; part of a house, Poll.7.121); φάρσεα πόλιος the quarters of a city, Hdt.1.180; ἐν φάρσεϊ ἑκατέρῳ ib. 181, cf. 186; φ. βότρυος AP6.299 (Phan.); φ. δραχμαῖον Nic.Th.664; σχίζειν τὸ ἱμάτιον εἰς δώδεκα φ. J.AJ8.7.7.    2 = velamen, Gloss.; ῥούσιον φ., = vexillum, ibid.; φ. σκεπαστήρια protective sheets or coverings, J.AJ3.8.2; ὡραῖον τὸ φ. ἄθεσι παντοίοις ib.3.6.4; λίνεον φ. ibid.

German (Pape)

[Seite 1257] τό (pars), jedes abgerissene, abgesonderte Stück, Theil, Abtheilung; φάρσεα πόλιος, die Theile der Stadt, Stadtviertel, Her. 1, 180. 181. 186; oft bei sp. D., βότρυος Phani. 5 (VI, 299), vgl. 4. 6 (VI, 297. 307).

Greek (Liddell-Scott)

φάρσος: -εος, τό, (ἴδε ἐν λέξ. φάρος)· ― μέρος ἀποκεκομμένον, ἀποκεχωρισμένον, φάρσεα πόλιος, τὰ μέρη, αἱ συνοικίαι αὐτῆς, Ἡρόδ. 1. 180· ἐν φάρσει ἑκάστῳ αὐτόθι 181, πρβλ. 186· φ. βότρυος Ἀνθ. Π. 6. 299· σχίζειν τὸ ἱμάτιον εἰς δώδεκα φ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 7, 7.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
morceau, portion, fragment ; φάρσεα πόλιος HDT quartiers d’une ville.
Étymologie: φάρω.