die

Revision as of 07:35, 14 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Gf-D_3)

English > Greek (Woodhouse)

 
link={{filepath:woodhouse_222.jpg}}

subs.

See dice.

The die is cast: P. ἀνέρριπται κύβος (late).

Stamp: P. and V. χαρακτήρ, ὁ, τύπος, ὁ, Ar. κόμμα, τό.

v. intrans.

Ar. and P. ἀποθνήσκειν, P. and V. τελευτᾶν, ἀπαλλάσσεσθαι (with or without βίου), [[ἐκλείπω |ἐκλείπειν]] βίον (βίον sometimes omitted in P.), V. θνήσκειν (rarely Ar.), κατθανεῖν (2nd aor. καταθνήσκειν) (rarely Ar.), φθίνειν, καταφθίνειν, ἀποφθίνειν.

Be killed: P. and V. ἀπόλλυσθαι, διαφθείρεσθαι, ἐξόλλυσθαι, διόλλυσθαι.

Fall in battle: V. πίπτειν.

Die for: V. προθνήσκειν (gen.), ὑπερθνήσκειν (gen.), P. προαποθνήσκειν ὑπέρ (gen.), ὑπεραποθνήσκειν ὑπέρ (gen.).

Die in or upon: P. ἐναποθνήσκειν (dat. or absol.), V. ἐνθνήσκειν (dat. or absol.).

Die in return: P. ἀνταποθνήσκειν, V. ἀνταπόλλυσθαι.

Die out: of a family, Ar. and P. ἐξερημοῦσθαι; generally, P. and V. ἐξίτηλος [[γίγνομαι |γίγνεσθαι]] (Isoc.).

Die together: V. συνθνήσκειν.

Die with: P. συναποθνήσκειν (absol.), συναπόλλυσθαι (absol.), Ar. and V. συνθνήσκειν (dat.), V. συνόλλυσθαι (dat.), συνεκπνεῖν (dat.).

Die a lingering death: P. δυσθανατεῖν.

Dying a lingering death: V. δυσθνήσκων.

Latin > French (Gaffiot 2016)

dĭē, gén. et dat., v. dies.