ἀμφιπέλομαι

Revision as of 15:22, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

English (LSJ)

   A hover, float around, of music, ἥτις ἀκουόντεσσι νεωτάτη ἀμφιπέληται Od.1.352; encompass, Sammelb.5829.16.

German (Pape)

[Seite 141] (s. πέλομαι), umgeben, ἥ τις ἀκουόντεσσι νεωτάτη ἀμφιπέληται, vom Gesange, der die Zuhörer umtönt, Od. 1, 352.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιπέλομαι: ἀποθ. ὑπάρχω, εἰμί, ἢ περιηχῶ, ἐπὶ μουσικῆς, ἥτις ἀκουόντεσσι μεωτάτη ἀμφιπέληται Ὀδ. Α. 352.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
se trouver ou flotter autour de, τινι.
Étymologie: ἀμφί, πέλομαι.

English (Autenrieth)

be about one, ἀκουόντεσσι νεωτάτη ἀμφιπέληται, the newest song to ‘meet their ears,’ Od. 1.352†. Cf. ἀμφιέρχομαι.