κτῆσις

Revision as of 15:23, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

English (LSJ)

εως, ἡ, (κτάομαι)

   A acquisition (opp. ἀπόλαυσις, Arist.Rh. 1410a6), κ. τινὸς ποιεῖσθαι Th.1.8, 13; ἡ φιλοσοφία κ. ἐπιστήμης Pl. Euthd.288d; ῥᾳδίαν ἔχει <τὴν> κτῆσιν Alcid.Soph.5; κατ' ἔργου κτῆσιν according to success in the work, S.Tr.230.    II (from pf.) possession, λέχους, πλούτου, etc., ib.162, El.960, etc.; κ. ἔχειν τῶν μετάλλων ἐργασίας Th.4.105; ἡ τῶν χρημάτων κ. Pl.R.331b; διὰ τὴν τῶν υἱέων κ. on account of your having sons, Id.Ap.20b; ἱματίων Id.Phd.64d; φέροντας . . ἀγαθοῦ κτῆσιν οὐδενός D.18.308; κ. ἐκ δεσπότου καὶ δούλου [συνέστηκεν] Arist.Pol.1277a8; holding, opp. χρῆσις ('using'), Id.EN1098b32; ownership, opp. χρῆσις ('usufruct'), POxy.237 viii 35, al.; τὰς κτήσεις βεβαίας εἶμεν IG42(1).76.25 (Epid., ii B.C.).    2 as collective, = κτήματα, possessions, property, διὰ κτῆσιν δατέοντο Il.5.158; κ. ὄπασσεν Od.14.62; πατρῴα κ. S.El.1290; μετρίης κτήσιος ἐπιμέλεσθαι Democr.285; ἡ ἰδία κ. POxy.237 viii 32 (i A.D.): in pl., Hdt.4.114, etc.; ἀρετῆς βέβαιαι . . αἱ κ. μόναι S.Fr.194; esp. lands, farms, D.H.8.19, D.S.14.29, etc.: also in sg., farm, estate, PFlor. 155.6 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1519] ἡ, das Erwerben, die Erwerbung; κτῆσιν χρημάτων ποιεῖσθαι, zu erwerben suchen, Thuc. 1, 8. 13; φρονήσεως Plat. Phaed. 64 b, öfter; ῥᾳδίαν ἔχει κτῆσιν, läßt sich leicht erwerben, Alcidam. sophist. p. 674, 5. – Gew. der Besitz = κτήματα; χηρωσταὶ δὲ διὰ κτῆσιν δατέοντο Il. 5, 158; καὶ κτῆσιν ὄπασσεν Od. 14, 62, öfter; πατρῴαν κτῆσιν Soph. El. 1282; τὰς κτήσεις τῶν πολιτῶν καὶ τὰ ἀναλώματα φυλάττειν Plat. Legg. I, 632 b; Arist. Pol. 2, 5; Sp.; auch μετάλλων ἐργασίας, die Berechtigung zur Bearbeitung der Bergwerke, Thuc. 4, 105. – Landgüter, D. Hal. 8, 19; τὰς κατὰ τὴν χώραν κτήσεις D. Sic. 14, 29.

Greek (Liddell-Scott)

κτῆσις: -εως, (κτάομαι) τὸ κτᾶσθαί τι, «ἀπόκτησις», ἀντίθετ. τῷ ἀπόλαυσις καὶ χρῆσις (Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 7, Ἠθικ. Ν. 1. 8, 8, ἀλλ.)· κτῆσίν τινος ποεῖσθαι Θουκ. 1. 8, 13· ἡ τῶν χρημάτων κτ. Πλάτ. Πολ. 331Β· ἐπιστήμης, τῆς φρονήσεως, κτλ., ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 288D, κ. ἀλλ.· ῥᾳδίαν ἔχει κτῆσιν Ἀλκιδάμ. σ. 79 Reisk.· κατ’ ἔργου κτῆσιν, κατὰ τὴν ἐν τῷ ἔργῳ ἐπιτυχίαν, Σοφ. Τρ. 230. ΙΙ. (ἐκ τοῦ πρκμ.) κτῆσις, κτῆμα, λέχους, πλούτου, κτλ., αυτόθι 162, Ἠλ. 960· κτ. ἔχειν τῶν μετάλλων ἐργασίας Θουκ. 4. 105· διὰ τὴν τῶν υἱέων κτ., ἐπειδὴ ἔχετε υἱούς, Πλάτ. Ἀπολ. 20Β· ἱματίων ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 64D· φέροντας... ἀγαθοῦ κτῆσιν οὐδενὸς Δημ. 328. 14· κτῆσις ἐκ δεσπότου καὶ δούλου συνέστηκεν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 4, 6. 2) περιληπτικῶς = κτήματα, περιουσία, διὰ κτῆσιν δατέοντο Ἰλ. Ε. 158· κτῆσιν ὄπασσεν Ὀδ. Ξ. 62· πατρῴα κτ. Σοφ. Ἠλ. 1290· ― ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. 4. 114, Πλάτ. Φαίδων 64D, κτλ.· ἀρετῆς βέβαιαι δ’ εἰσὶν αἱ κτήσεις μόναι Σοφ. Ἀποσπ. 202· ― κυρίως, ἀγροί, «κτήματα», «ὑποστατικά», Διον. Ἁλ. 14. 29, κτλ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 acquisition : κτῆσίν τινος ποιεῖσθαι THC faire l’acquisition de qch;
2 possession : κτῆσιν ἔχειν τῶν μετάλλων ἐργασίας THC posséder une exploitation de mines;
3 biens, propriété, fortune : πατρῴα κτῆσις SOPH fortune paternelle;
4 héritage.
Étymologie: κτάομαι.

English (Autenrieth)

ιος (κτάομαι): property.