δόχμιος
English (LSJ)
α, ον,
A across, aslant, δόχμια . . ἦλθον Il.23.116, cf. E Or. 1261 (lyr.); δ. κέλευθον ἐμβάνειν Id.Alc.1000 (lyr.), cf. 575 (lyr.); πέσε δ. A.R.1.1169. II in Prosody, ποὺς δ. the dochmiac measure, Choerob. in Heph.p.219 C.; ῥυθμὸς δ. Aristid.Quint.1.17, Bacch. Harm.100:—hence Adj. forms, δοχμιᾰκός Aristid.Quint. l. c.: δοχμικός, δοχ-αϊκός, Sch.A.Th.128, Sch.Ar.Av.937. (Perh. cf. Skt. jihmá- 'oblique'.)
German (Pape)
[Seite 663] α, ον. in die Queere gehend, schief, schräg, = pros. πλάγιος, s. Apoll. Lex. Homer. p. 60, 4; Homer einmal, δόχμια ἦλθον, sie kamen von der Seite, Il. 23, 116, wie Eur. Or. 1258; δοχμία κέλευθος Alc. 1003; vgl. Rhes. 372; δόχμιον νῶτον ἐρεισαμένη Agath. 8 (V, 294); δόχμιος πέσεν Ap. Rh. 1, 1169. – In der Metrik δόχμιος πούς, der dochmische Versfuß, mit vielen Veränderungen.
Greek (Liddell-Scott)
δόχμιος: -α, -ον, λοξός, πλάγιος, Λατ. obliquus, δόχμια... ἦλθον Ἰλ. Ψ. 116· δ. κέλευθον ἐμβαίνειν Εὐρ. Ἀλκ. 1000, πρβλ. 575· πέσε δ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1169. ΙΙ. ἐν τῇ προσῳδίᾳ, ποὺς δ., ποὺς μετρικός, οὗ τὸ σχῆμα εἶνε υ--υ-, ἀλλ’ ἐπιδεχόμενος σχεδὸν 30 παραλλαγάς, ἴδε Seidler Vers. Dochm.· ἐντεῦθεν οἱ ἐπιθ. τύποι δοχμιᾰκὸς καὶ δοχμικός, ή, όν, Σχόλ.· καὶ δοχμιάζω, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 140.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 oblique, transversal : δοχμίαν κέλευθον EUR en se détournant de son chemin ; adv. • δόχμια, obliquement, de côté;
2 tortueux (sentier).
Étymologie: δοχμός.
English (Autenrieth)
and δοχμός: oblique, sideways; δόχμια as adv., Il. 23.116 ; δοχμὼ ἆίσσοντε, Il. 12.148.