ἔσθος

Revision as of 15:27, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

English (LSJ)

εος, τό, rare form for ἔσθημα, Il.24.94, Ar.Av.943(lyr.) ; τὸ ἔ. (with hiatus, i.e. ϝέσθος) in the mouth of a Laconian, Id.Lys. 1096 ; cf.

   A βέστον EM195.45, γεστία Hsch.

German (Pape)

[Seite 1042] τό, = ἐσθής, Kleidung, Il. 24, 94; Ar. Av. 934.

Greek (Liddell-Scott)

ἔσθος: -εος, τό, σπάν. τύπος ἀντὶ τοῦ ἔσθημα, Ἰλ. Ω. 94, Ἀριστοφ. Ὄρν. 940· τὸ ἔσθος (μετὰ χασμωδίας, ἐπειδὴ τὸ πάλαι εἶχε δίγαμμα ἡ λέξ.) λεγόμενον ὑπὸ Λάκωνος ἐν Ἀριστοφ. Λυσ. 1096· πρβλ. τοῦς τύπους βέστον, γεστία ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. καὶ Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
habit.
Étymologie: R. Ϝεσ, vêtir ; cf. ἐσθής.

English (Autenrieth)

έος (ϝέσθος): garment, Il. 24.94†.