πέλλα

Revision as of 15:27, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

English (LSJ)

Ion. πέλλη, ης, ἡ,

   A wooden bowl, milk-pail, Il. 16.642, Theoc. 1.26, Nic. Al. 311, cf. Ath. 11.495.    2 drinking-cup, Hippon.39.    II stone, Ulp.ad D.19.155, Hsch.

German (Pape)

[Seite 551] ἡ. Haut, Leder, Pelz, Fell, pellis, poll. 10, 57, zw. (jetzt steht ἰττέλας dal) war schwerlich im Gebrauch. ἡ, der Stein. S. πέλα, φέλλα. ἡ, ion. πέλλη, Gelte, Melkfaß, mulctra; περιγλαγεῖς, Il. 16, 642; Theocr. 1, 26; nach Phot. σκάφη τις, ἔνθα τυρὸν ἀμέλγουσι. Vgl. Ath. XI, 495, der es erkl. ἀγγεῖον σκυφοειδές, πυθμένα ἔχον πλατύτερον, εἰς ὃ ἤμελγον τὸ γάλα. – Auch ein Becher, Hippon. bei Ath. a. a. O., s. auch πελλίς.

Greek (Liddell-Scott)

πέλλα: Ἰων. πέλλη, ης, ἡ, «πέλλα ἀγγεῖον σκυφοειδές, πυθμένα ἔχον πλατύτερον, εἰς ὃ ἤμελγον τὸ γάλα» Ἀθήν. 495C, τὸ τοιοῦτον ἀγγεῖον νῦν ὀνομάζεται «καρδάρα», Λατ. mulctra, περιγλαγέας κατὰ πέλλας, περὶ τὰ γάλακτι πεπληρωμένα γαλακτοδόχα ἀγγεῖα, Ἰλ. Π. 642, Θεόκρ. 1. 26· ― ποτήριον, Ἱππῶναξ 30· ― ὡσαύτως πελλίς, ίδος, ἡ, ὁ αὐτ. 29, Νικ. Ἀλεξιφ. 77· Δωρ. κ. Αἰολ. πελίκα, ἡ, Κρατῖνος ἐν «Θρᾴτταις» 5· ἴδε Φώτ., Ἡσύχ. Πολυδ. Ι΄, 78· πελίχνη, ἡ, Ἀλκμὰν 61, πρβλ. Κλείταρχον παρ’ Ἀθην. 495C· πέλυξ, ῠκος, ὁ, Πολυδ. Ι΄, 105. (Πρβλ. Λατ. pelvis).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
vase à traire le lait.
Étymologie: propr. vase en cuir, cf. lat. pellis.

English (Autenrieth)

milk-pail, milk-bowl, Il. 16.642†.