ἰδέ

Revision as of 15:28, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

English (LSJ)

[ῐ], Ep. Conj.,= ἠδέ,

   A and, Il.4.147, al., Emp.20.7, etc., prob. l. in S.Ant.969 (lyr.).    II Cypr., then, in that case, Inscr.Cypr.135.12 H. (Prob. fr. the demonstrative stem i- (cf. Lat. is) and δέ.)

German (Pape)

[Seite 1235] ion. u. ep. = ἠδέ, und, Hom., bei dem die letzte Sylbe, wenn sie nicht elidirt wird, gewöhnl. durch die Vershebung lang wird. Auch Soph. Ant. 956 ch., als einziges Beispiel der Tragg.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδέ: Ἐπικ. σύνδεσμ. = ἠδέ, καί, Ὅμ., Ἡσίοδ.˙ ἅπαξ δὲ καὶ παρὰ Σοφ. (Ἀντ. 969) ἐν δακτυλικῷ στίχῳ, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb. υυ˙ ἀλλ’ ὁ Ὅμ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον (οὐχὶ πάντοτε, ἴδε ἐν Ἰλ. Ξ. 175, Τ. 285) ποιεῖ τὴν λήγουσαν θέσει μακρὰν καὶ ἐν τῇ τομῇ. - Ἡ λέξις φαίνεται ὅτι εἶχε τὸ δίγαμμα, ϝιδέ: ἐντεῦθεν τὰ Ἀντίγραφα ποικίλλουσι μεταξὺ τοῦ ἰδὲ καὶ ἠδὲ μετὰ βραχέα φωνήεντα, ὡς, κνῆμαί τε ἰδέ... ἢ κνῆμαί τε ἠδέ.., ᾤχοντο ἠδέ... (Ἰλ. Δ. 147, 382), κτλ..

French (Bailly abrégé)

1conj.
et.
Étymologie: cf. ἠδέ.
2ou ἴδε;
2ᵉ sg. impér. ao.2 de ὁράω, v. *εἴδω.

English (Autenrieth)

=ἠδέ, and.