κέλαδος

Revision as of 15:31, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

English (LSJ)

ὁ, poet. word,

   A a noise as of rushing waters: generally, loud noise, din, clamour, θῆκε πολὺν κέλαδον καὶ ἀϋτήν, of persons quarrelling, Il.9.547, cf. 18.530, Od.18.402; κ. Εὐίου E.Ba.578 (lyr.).    2 of musical sound, κ. λύρας Id.IT1129 (lyr.), cf. Cyc.489 (anap.).    II loud clear voice, as of an oracle, Pi.P.4.60; shout, cry, κ. οὐ παιώνιος A.Pers.605, cf. 388, Ch.341 (anap.), S.El.737, etc.    2 chirp of the τέττιξ, Ael.NA1.20; of the twittering of birds, κ. παντομιγής Lyr.Alex.Adesp.7.6.

German (Pape)

[Seite 1413] ὁ, Geschrei, Lärm, Getöse; ἀμφ' αὐτῷ θῆκε πολὺν κέλαδον καὶ ἀϋτήν II. 9, 543; αὐτόματος, Klang, Pind. P. 4, 60; βοᾷ δ' ἐν ὠσὶ κέλαδος οὐ παιώνιος Aesch. Pers. 597, vgl. Ch. 337; ὀξὺν δι' ὤτων κέλαδον ἐνσείσας θοαῖς πώλοις Soph. El. 727; ὁ κέλαδος Εὐΐου Eur. Bacch. 578, öfter; auch λύρας, I. T. 1129; μουσεῖος Ep. (IX, 372).

Greek (Liddell-Scott)

κέλαδος: ὁ, ποιητ. λέξις (πρβλ. κελαδέω), θύρυβος, οἷος ὁ τοῦ ὁρμητικῶς ῥέοντος ὕδατος, μέγας θόρυβος, κραυγή. θῆκε πολὺν κέλαδον καὶ ἀϋτήν, ἐπὶ προσώπων ὁριζόντων, Ἰλ. Ι. 547, πρβλ. Σ. 530, καὶ μετατίθημι. ΙΙ. ἰσχυρὰ καὶ καθαρὰ φωνὴ ὡς ἡ τοῦ μαντείου. Πινδ. ΙΙ. 4. 107· κραυγή, βοή, κ. οὐ παιώνιος Αἰσχύλ. Πέρσ. 605, πρβλ. 388, Χο. 341, Σοφ. Ἠλ. 737, κτλ. ΙΙΙ. ὁ ἦχος τῆς μουσικῆς, κ. ἑπτατόνου λύρας Εὐριπ. Ι. Τ. 1129, Κύκλ. 487.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 bruit retentissant, cri, clameur;
2 chant, accords, accents.
Étymologie: cf. κράζω.

English (Autenrieth)

clang, echo, clamor, of the hunt or the combat, and otherwise, Od. 18.402.