κραδία

Revision as of 12:17, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1)

English (LSJ)

ἡ, Dor. for κραδίη, also in Trag.;

   A v. καρδία.

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰδία: ἡ, Δωρ. ἀντὶ τοῦ κραδίη, ὡσαύτως παρὰ Τραγ.· ἴδε ἐν λέξ. καρδία.

French (Bailly abrégé)

poét. c. καρδία.

English (Slater)

κρᾰδία (cf. καρδία.)
   1heart met. εὐθὺς δ' ἀπήμων κραδία κᾶδος ἀμφ ἀλλότριον (Er. Schmid: καρδία codd.) (N. 1.54) ἀλλὰ σὺν δόξᾳ τέλος δωδεκάμηνον περᾶσαί νιν ἀτρώτῳ κραδίᾳ (Tric.: καρδίᾳ codd.) (N. 11.10)