οἰοπόλος

Revision as of 12:20, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1)

English (LSJ)

ον, (οἶος, πέλομαι) of places,

   A lonely, ὄρεα Od.11.574 ; χῶρος, σταθμός, Il.13.473, 19.377 ; of persons, solitary, unaccompanied, δαίμων Pi.P.4.28.    II (οἶς, -πόλος, cf. αἰπόλος) tending sheep, Ἄρτεμις Id.Dith.2.19 ; Ἑρμῆς h.Merc.314 ; Ἀπόλλων v.l. in Coluth.309 ; θεαί, of the Hesperides, A.R.4.1322, cf. 1413 ; Πάριν οἰοπόλοισιν ἐφεδριόωντα θοώκοις Coluth.15. (Signf. 1 is alternatively derived from οἶς, πολέω (as if 'sheep-traversed') in Sch.Il.13.473.)

Greek (Liddell-Scott)

οἰοπόλος: -ον, (οἶς, πολέω) ὁ ὑπὸ τῶν προβάτων πατούμενος, ὄρεα Ὀδ. Λ. 573· χῶρος, σταθμὸς Ἰλ. Ν. 473., Τ. 377· ἐντεῦθεν ἴσως προκύπτει ἡ σημασία μόνος, ἐρημικός, ἥτις μνημονεύεται (μετὰ τῆς ἑτέρας) ἐν τοῖς ἐν τοῖς Ἑνετ. Σχολ. Ἰλ. Ν. 473, καὶ ἐμφαίνεται ἐν τῇ φράσει οἰοπόλος δαίμων, μόνος, μονήρης, Πινδ. Π. 4. 49. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ βόσκων πρόβατα, Ἑρμῆς Ὁμηρ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 314· Ἀπόλλων Κόλουθ. 302. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 114 – 115.

French (Bailly abrégé)

1ος, ον :
qui fait paître des brebis.
Étymologie: οἶς, πέλομαι.
2ος, ον :
solitaire, désert.
Étymologie: οἶος, πέλομαι.

English (Autenrieth)

(πέλομαι): lonely.

English (Slater)

οἰοπόλος
   1solitaryοἰοπόλος δαίμων” (P. 4.28)