Κύπρος

Revision as of 12:26, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1_repeat)

English (LSJ)

ἡ, Cyprus, Od.17.442, al. (never in Il., exc. in Adv. (v. infr.)). Adv. Κυπρόθεν,

   A from Cyprus, AP9.487 (Pall.); Κυπρόθε, Call.Sos.9.7; Κύπρονδε, to Cyprus, Il.11.21.

Greek (Liddell-Scott)

Κύπρος: ἡ, Ἑλληνικὴ νῆσος κατὰ τὰ νότια παράλια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, Ὅμ. (μάλιστα ἐν τῇ Ὀδ.) κτλ.˙ οἱ Ρωμαῖοι ἐλάμβανον ἐκεῖθεν τὸν ἄριστον χαλκόν, Λατ. cyprium, Πλίν. 34. 2˙ ― πρβλ. Κύπριος.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
Chypre.
Étymologie: DELG hourrite kab

English (Autenrieth)

the island of Cyprus, Od. 4.83 .—Κυπρονδε, to Cyprus, Il. 11.21.

English (Slater)

Κύπρος
   1 Cyprus Οἰνώνᾳ τε καὶ Κᾰπρῳ, ἔνθα Τεῦκρος ἀπάρχει ὁ Τελαμωνιάδας (N. 4.46) (θεῷ) ὅσπερ καὶ Κινύραν ἔβρισε πλούτῳ ποντίᾳ ἔν ποτε Κύπρῳ (N. 8.18) ὦ Κύπρου δέσποινα Aphrodite fr. 122. 18.