πρεπόντως

Revision as of 12:38, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (slb)

English (LSJ)

Adv. part. of πρέπω,

   A fitly, meetly, A.Ag.687 (lyr.); gracefully, Pi.O.3.9, Th.4.126.    2 c. dat., in a manner befitting, suitably to, σαυτῷ τε καὶ τῇ πατρίδι π. Pl.Lg.699d, cf. 835b: c. gen., in a manner worthy of, π. τῶν πραξάντων Id.Mx.239c.

German (Pape)

[Seite 697] adv. part. praes. von πρέπω, auf geziemende od. schickliche Art; Pind. Ol. 3, 9; Aesch. Ag. 673; Eur. Rhes. 202; u. in Prosa: ὡς πρεπόντως τοῦ νεανίσκου εἰπόντος, Plat. Conv. 198 a, σαυτῷ καὶ τῇ πατρίδι πρεπόντως, Legg. III, 699 a, u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

πρεπόντως: ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ πρέπω, κατὰ πρέποντα τρόπον, προσηκόντως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 687· ὡς πρέπει, χαριέντως, ἐπιχαρίτως, Πινδ. Ο. 3. 16. 2) μετὰ δοτ., κατὰ τρόπον ἁρμόζοντα εἰς..., σαυτῇ καὶ τῇ πατρίδι πρ. Πλάτ. Νόμ. 699D, πρβλ. 835Β· μετὰ γεν., ὡς τὸ ἀξίως, πρ. τῶν πραξόντων ὁ αὐτ. ἐν Μενεξ. 239C.

French (Bailly abrégé)

adv.
décemment, convenablement.
Étymologie: πρέπων part. prés. de πρέπω.

English (Slater)

πρεπόντως
   1 fittingly συμμεῖξαι πρεπόντως (O. 3.9)

English (Slater)

πρεπόντως
   1 fittingly συμμεῖξαι πρεπόντως (O. 3.9)