ἀγχίτοκος

Revision as of 13:57, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

Greek (Liddell-Scott)

ἀγχίτοκος: -ον, πλησίον τοῦ τόκου, ἀγχ. ὠδῖνες, οἱ πόνοι τοῦ τοκετοῦ, Πινδ. Ἀπ. 58. 5· ἐπὶ γυναικός, ἡ ἐν τοῖς πόνοις τοῦ τοκετοῦ, ἑτοιμόγεννος, Ἀνθ. Π. 7. 462.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sur le point d’enfanter.
Étymologie: ἄγχι, τίκτω.

English (Slater)

ἀγχίτοκος, -ον
   1 near the time of birth ἁ Κοιογενὴς ὠδίνεσσι θυίοισ' ἀγχιτόκοις fr. 33d. 4.