ἀμφιπίτνω

Revision as of 14:01, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

German (Pape)

[Seite 142] dasselbe, Eur. Suppl. 278 ἀμφιπίτνουσα τὸ σὸν γόνυ, auch ἀμφιπιτνοῦσα geschr. Vgl. πίτνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιπίτνω: ἴδε ἀμφιπίπτω.

English (Slater)

ἀμφιπίτνω
   1 fall upon and embrace ἐγὼ κλυτὸν ἔθνος Λοκρῶν ἀμφέπεσον, μέλιτι εὐάνορα πόλιν καταβρέχων (O. 10.98)

English (Slater)

ἀμφιπίτνω
   1 fall upon and embrace ἐγὼ κλυτὸν ἔθνος Λοκρῶν ἀμφέπεσον, μέλιτι εὐάνορα πόλιν καταβρέχων (O. 10.98)