καύχαμα

Revision as of 14:01, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (Slater)

καύχᾱμα
   1 vaunt ἀλλ' ὅμως καύχαμα κατάβρεχε σιγᾷ (Schr.: καύχημα codd.) (I. 5.51)

English (Slater)

καύχᾱμα
   1 vaunt ἀλλ' ὅμως καύχαμα κατάβρεχε σιγᾷ (Schr.: καύχημα codd.) (I. 5.51)