σιγᾷ

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑγᾷ Medium diacritics: σιγᾷ Low diacritics: σιγά Capitals: ΣΙΓΑ
Transliteration A: sigā̂i Transliteration B: siga Transliteration C: siga Beta Code: siga=|

English (LSJ)

3sg. of σιγάω; or Dor. dat. of σιγή.

French (Bailly abrégé)

dat. sg. dor. de σιγή;
prés. ind. 3ᵉ sg. de σιγάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιγᾷ praes. 3 sing. van σιγάω.
σιγᾷ Dor. dat. sing. van σιγή.

Russian (Dvoretsky)

σῑγᾷ:
I dat. sing. к σῑγά.
II 3 л. sing. praes. к σιγάω.

Greek (Liddell-Scott)

σῑγᾷ: γ΄ ἑνικ. τοῦ σιγάω· ἢ Δωρ. δοτ. τοῦ σιγὴ.

Greek Monolingual

(I)
Ν
επίρρ.
1. σε χαμηλό τόνο, χωρίς θόρυβο, χαμηλόφωνα («μίλα σιγά»)
2. με αργό ρυθμό, ήρεμα, αργά («τρώγε σιγά για να μην πνιγείς»)
3. φρ. «σιγά σιγά»
α) σταδιακά
β) με πολλή προσοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιγή, κατά το επίρρ. δυνατά].
(II)
ἡ, Α
(δωρ. τ.) βλ. σιγή.

Greek Monotonic

σῑγᾷ:I. γʹ ενικ. του σιγάω.
II. Δωρ. δοτ. του σιγή.