[Seite 352] (μάχη), am besten kämpfend, Ἡρακλῆς Pind. P. 10, 9. S. Nom. pr.
ος, ον :excellent guerrier.Étymologie: ἄριστος, μάχομαι.
ᾰριστόμᾰχος 1 finest of warriors ἀριστομάχου Ἡρακλέος (P. 10.3)