δυσπενθής

Revision as of 14:12, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

English (LSJ)

ές,

   A bringing sore affliction, direful, κάματος Pi.P.12.10; δόλος ib. 11.18; θαλάμοιο . . δυσπενθέα κόσμον Epigr.Gr.431 (Antioch); Ἀΐδας IPE2.286.5 (Panticapaeum).    2 bitterly lamented, of the dead, Opp.H.4.261.

German (Pape)

[Seite 686] ές, 1) sehr trauernd, sehr traurig; κάματος Pind. P. 12, 10; vgl. App. Anth. 260. – 2) sehr betrauert, δόλος Pind. P. 11, 18.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπενθής: -ές, ἐπιφέρων βαρὺ πένθος, βαρείαν θλίψιν, σκληρός, κάματος Πίνδ. Π. 12. 18· δόλος αὐτόθι 11. 28· θαλάμοιο… δυσπενθέα κόσμον Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 431· Ἀΐδας αὐτόθι 250.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui cause une grande douleur, pénible;
2 vivement regretté.
Étymologie: δυσ-, πενθέω.