δυσπενθής

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπενθής Medium diacritics: δυσπενθής Low diacritics: δυσπενθής Capitals: ΔΥΣΠΕΝΘΗΣ
Transliteration A: dyspenthḗs Transliteration B: dyspenthēs Transliteration C: dyspenthis Beta Code: duspenqh/s

English (LSJ)

δυσπενθές,
A bringing sore affliction, direful, κάματος Pi.P.12.10; δόλος ib. 11.18; θαλάμοιο… δυσπενθέα κόσμον Epigr.Gr.431 (Antioch); Ἀΐδας IPE2.286.5 (Panticapaeum).
2 bitterly lamented, of the dead, Opp.H.4.261.

Spanish (DGE)

-ές
I 1de abstr. que causa profunda aflicción, cruel, funesto κάματος Pi.P.12.10, δόλος Pi.P.11.18, ἄλγος IG 12(8).441.15 (Tasos II/I a.C.), μοῖρα SEG 23.518 (Renea I a.C.), Ἀΐδας CIRB 124.5 (Panticapeo I a.C.), por meton. τύμβος IEphesos 1626.7 (I a.C.)
funesto, ominoso del grito de los castores, Opp.H.1.398.
2 de pers. amargamente llorado τὼ Σκεδάσου ... δυσπενθέε κούρα Orác. en Paus.9.14.3, νεκρός Opp.H.4.261, cf. Orác. en IGR 4.1498B.11 (Cesarea Troqueta II d.C.), νυμφιδίου θαλάμοιο ... δυσπενθέα κόσμον GVI 704.1 (Antioquía de Siria I a.C.).
3 de pers. que llora amargamente μάτηρ δ., [τὸ φίλον τέκο] ς οὐκέθ' ὁρῶσα SEG 26.1331.13 (Ilion I d.C.).
II adv. δυσπενθῶς = con profunda aflicción μετὰ δακρύων γινομένων δ. Sch.Pi.P.12.15M.

German (Pape)

[Seite 686] ές, 1) sehr trauernd, sehr traurig; κάματος Pind. P. 12, 10; vgl. App. Anth. 260. – 2) sehr betrauert, δόλος Pind. P. 11, 18.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui cause une grande douleur, pénible;
2 vivement regretté.
Étymologie: δυσ-, πενθέω.

Russian (Dvoretsky)

δυσπενθής: причиняющий страшные страдания, ужасный (κάματος Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσπενθής: -ές, ἐπιφέρων βαρὺ πένθος, βαρείαν θλίψιν, σκληρός, κάματος Πίνδ. Π. 12. 18· δόλος αὐτόθι 11. 28· θαλάμοιο… δυσπενθέα κόσμον Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 431· Ἀΐδας αὐτόθι 250.

English (Slater)

δυσπενθής grievous, bitter ἐκ δόλου τροφὸς ἄνελε δυσπενθέος (P. 11.18) δυσπενθέι σὺν καμάτῳ (P. 12.10)

Greek Monolingual

δυσπενθής, -ές (Α)
αυτός που προκαλεί μεγάλο πένθος ή θλίψη.

Greek Monotonic

δυσπενθής: -ές, αυτός που φέρνει βαρύ πένθος, θλίψη, φοβερός, δυσοιώνος, σε Πίνδ.

Middle Liddell

δυσ-πενθής, ές
bringing sore affliction, direful, Pind.