ἐξυφαίνω

Revision as of 14:31, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_1)

English (LSJ)

   A weave, φᾶρος Hdt.2.122,9.109, cf. PCair.Zen.44.3 (iii B. C.); [πέπλον] Batr.182; of bees, ἐ. κηρία X.Oec.7.34 (Pass.); σάγους ἀπ' ἐρέας Str.4.4.3:—Med., Nicopho 5, Them.Or.21.250d:—Pass., ἐξύφανται ὑμέσι are tissues of membranes, Aret.SA2.7; -ασμένη πάπυρος, of rolls, Porph. ap. Eus.PE3.7.    2 finish weaving, ἱστὸν ἐξυφαγκέναι Artem.4.40; πρὶν ἐξυφῆναι (sc. τὰ κηρία) Gp.15.5.2.    II metaph., finish, ἐ. μέλος Pi.N.4.44; τὶν χάριτες ἐξυφαίνονται Id.P.4.275; of speech or writing, βύβλους τεσσαράκοντα καθαπερανεὶ κατὰ μίτον ἐξυφασμένας Plb.3.32.2, etc.; τὸ συνεχὲς τῆς ἐπιβολῆς ἐ. Id.18.10.3.

German (Pape)

[Seite 890] ausweben, fertig weben; πέπλον Batrach. 182; φᾶρος Her. 2, 122 u. Sp.; κηρία, Xen. Oec. 7, 34. Uebertr., μέλος, vollenden, Pind. N. 4, 44; τὶν χάριτες ἐξυφαίνονται, dir werden Begünstigungen bereitet, P. 4, 275; δόλους Polyb. 17, 10, 3; θρίαμβον Eust. amor. 1. – Med. ἐξυφαίνεθ' ἱστόν Nicopho Poll. 7, 33.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξυφαίνω: ὑφαίνω καὶ τελειώνω τι, φᾶρος δὲ αὐτημερὸν ἐξυφήναντες οἱ ἱρέες Ἡρόδ. 2. 122., 9. 109˙ πέπλον μου κατέτρωξαν, ὃν ἐξύφανα καμοῦσα Βατραχομυομ. 182˙ ἐπὶ τῶν μελισσῶν, τοῖς ἔνδον ἐξυφαινομένοις κυρίοις Ξεν. Οἰκ. 7, 34: - Μέσ., ὁ δ’ ἐξυφαίνεθ’ ἱστὸν Νικοφῶν ἐν «Πανδώρα» 1. ΙΙ. μεταφ., ἐξύφαινε, γλυκεῖα, καὶ τόδ’ αὐτίκα, φόρμιγξ, Λυδίᾳ σὺν ἁρμονίᾳ μέλος πεφιλημένον, «ἐργάζου δὴ οὖν καὶ πλήρου τοῦτο τὸ πεφιλημένον μέλος, ὦ γλυκυτάτη φόρμιγξ, σὺν τῇ Λυδίων ἁρμονίᾳ» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 4. 71˙ τὶν δὲ τούτων ἐξυφαίνονται χάριτες, «σοὶ δὲ τούτων αἱ χάριτες καταπράττονται» (Σχόλ.), ὁ αὐτὸς ἐν Π. 4. 490˙ ὡσαύτως ὡς τὸ Λατ. pertexere, ἐπὶ λόγου ἢ γραφῆς, Πολύβ. 3. 32, 2. κτλ.˙ τὸ συνεχὲς τῆς ἐπιβολῆς ἐξ. ὁ αὐτ. 17. 10, 3˙ πρβλ. ὑφαίνω, ῥάπτω. 2) λύω, διαλύω τὸ ὑφαινόμενον, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασιλ. Τάξ. 119. 20.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐξύφηνα;
tisser complètement (un vêtement, un manteau, etc.) ; p. anal. κηρία XÉN confectionner des gâteaux de cire en parl. des abeilles.
Étymologie: ἐξ, ὑφαίνω.

English (Slater)

ἐξῠφαίνω
   a weave to an end met. τὶν δὲ τούτων ἐξυφαίνονται χάριτες (P. 4.275)
   b weave out, create met. ἐξύφαινε, γλυκεῖα, καὶ τόδ' αὐτίκα, φόρμιγξ, Λυδίᾳ σὺν ἁρμονίᾳ μέλος (N. 4.44)