μετοικέω

Revision as of 14:37, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_2)

English (LSJ)

Locr. μεταϝοικέω IG9 (1).333.6:—

   A change one's abode, remove to a place, c. acc. loci, E.Hipp. 837 (lyr.): c. dat. loci, settle in, Pi.P.9.83.    II abs., to be a settler, reside in a foreign city, IG l.c., etc.; τοὺς μετοικοῦντας ξένους E.Supp. 892; opp. πολιτεύεσθαι, Lys.12.20; μ. γῆς A.Supp.609; μ. ἐν τῇ πόλει Lys.5.2; ἐν Μιλήτῳ ἔτη πέντε SIG633.60 (Milet., ii B.C.); ταύτῃ Ar.Av.1319 (lyr.); Ἀθήνῃσι D.49.26; παρ' ἑτέροις Isoc.Ep.8.4.

German (Pape)

[Seite 161] umwohnen, d. i. von einem Orte wegnach einem andern hinziehen, Καδμείων μετοικήσαις ἀγυιαῖς, Pind. P. 9, 86, d. i. nach Theben übergesiedelt, hingelangt; – dah. als Schutzgenosse an einem Orte wohnen, ἡμᾶς μετοικεῖν τῆσδε γῆς, Aesch. Suppl. 604; τοὺς μετοικοῦντας ξένους, Eur. Suppl. 892; ἐν τῇ πόλει, Lys. 5, 2. 22, 5. 81, 9 u. öfter; ἐν τῇ χώρᾳ, Plat. Menex. 237 b, vgl. Legg. VIII, 848 a; Ἀθήνῃσι, Dem. 49, 26.

Greek (Liddell-Scott)

μετοικέω: μέλλ. -ήσω, μεταβάλλω, ἀλλάσσω κατοικίαν, μεταβαίνω εἰς ἄλλο μέρος, μετ’ αἰτ. τόπου, Εὐρ. Ἱππ. 837· -μετὰ δοτ. τόπου, ἔρχομαι καὶ κατοικῶ εἴς τι μέρος, Πινδ. Π. 9. 147. ΙΙ. ἀπολ., εἶμαι μέτοικος, διαμένω ἐν ξένῃ πόλει, τοὺς μετοικοῦντας ξένους Εὐρ. Ἱκέτ. 892· ἀντίθετ. τῷ πολιτεύεσθαι, Λυσ. 122. 7· οὕτω, μετοικεῖν τῆσδε γῆς, μετοίκους εἶναι, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 609· μ. ἐν τῇ πόλει Λυσ. 102. 41, κτλ.· ταύτῃ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1319· Ἀθήνησι Δημ. 1191, ἐν τέλ.· παρ’ ἑτέροις Ἰσοκρ. 425Β.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. μετῴκησα;
1 émigrer, changer de résidence, avec le gén. du lieu;
2 participer comme habitant à la jouissance de, gén..
Étymologie: μέτοικος.

English (Slater)

μετοικέω
   1 migrate σάματι, πατροπάτωρ ἔνθα οἱ Σπαρτῶν ξένος κεῖτο, λευκίπποισι Καδμείων μετοικήσαις ἀγυιαῖς (P. 9.83)