πατροπάτωρ
δυνατὰ δὲ οἱ προύχοντες πράσσουσι καὶ οἱ ἀσθενεῖς ξυγχωροῦσιν → the strong do what they will; the weak do what they must | the strong do what they can and the weak suffer what they must | they that have odds of power exact as much as they can, and the weak yield to such conditions as they can get
English (LSJ)
[ᾰ], ορος, ὁ, father's father, Pi.P.9.82, N.6.16, A.R.1.170, IG12(5).303 (Paros); as title of gods, π. Σάραπις Sammelb.5802.4 (i A. D.), cf. 1570.4 (i B. C.).
German (Pape)
[Seite 536] ορος, ὁ, Vatersvater, Großvater von väterlicher Seite, Pind. P. 9, 85 N. 6, 16 u. Sp, wie Callicratid. bei Stob. Floril. 85, 16.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
aïeul paternel.
Étymologie: πατήρ, πατήρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πατροπάτωρ -ορος, ὁ [πατήρ, πατήρ] vaders vader, grootvader.
Russian (Dvoretsky)
πατροπάτωρ: ορος ὁ дед с отцовской стороны Pind.
English (Slater)
πατροπᾰτωρ father's father Ἀμφιτρύωνος σάματι, πατροπάτωρ ἔνθα οἱ Σπαρτῶν ξένος κεῖτο (P. 9.82) ἴχνεσιν ἐν Πραξιδάμαντος ἐὸν πόδα νέμων πατροπάτορος ὁμαιμίου (ὁμαιμίοις coni. Schr.) (N. 6.16)
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, Α
1. ο πατέρας του πατέρα, ο παππούς από τον πατέρα
2. επωνυμία θεού («προπάτωρ Σάραπις», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. μητροπάτωρ.
Greek Monotonic
πατροπάτωρ: ὁ, ο πατέρας του πατέρα, ο παππούς, σε Πίνδ.
Greek (Liddell-Scott)
πατροπάτωρ: ὁ, ὁ τοῦ πατρὸς πατήρ, ὁ πρὸς πατρὸς πάππος, Πινδ. Π. 9. 144, Ν. 6. 29, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 170.