τρόχος, ἢ βοή, Hsch. ἀβάγητρον· λεπτόν, Hsch., cf. ἀβαήρ.
ἄβα: ἡ, Δωρ. ἀντὶ ἤβη.
v. ἀββα, ἥβη.
τροχός, ἢ βοή Hsch.