[ᾰ], ές, (σκύζω)
A very wrathful, Call.Fr.108.
ἀρισκῡδής: -ές, (σκύζω) λίαν ὀργίλος, ἀρισκυδὴς εὖνις Διός, ἡ ἄγαν σκυζομένη, ὀργιζομένη, Καλλιμ. Ἀποσπ. 108.
(ἀρισκῡδής) -ές• Prosodia: [ᾰ-]muy irritado εὖνις ... Διός Call.SHell.267.