δικότυλος

Revision as of 12:04, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_11)

English (LSJ)

ον,

   A with two rows of tentacula, like the poulp, Arist.HA525a19, PA685b12.    II holding two κοτύλαι, Hp.Int.12, Sotad.Com. 1.33, Polyaen.8.16.2.    2 Subst. δικότυλον, τό, measure of two κοτύλαι, POxy.937.27 (iii A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

δῐκότῠλος: -ον, ὁ ἔχων δύο σειρὰς μυζητικῶν κοτυλῶν ὡς ὁ πολύπους, καὶ τῷ μονοκότυλον εἶναι μόνην (τὴν ἐλεδώνην) τῶν μαλακίων· τὰ γάρ ἄλλα πάντα δικότυλά ἐστι Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 1. 8, Ζ. Μ, 4. 9, 14. ΙΙ. ὁ περιλαμβάνων δύο κοτύλας, λήκυθος Σωτάδ. ἐν Ἐγκλειομ. 1. 33.

Spanish (DGE)

(δῐκότῠλος) -ον
1 de doble fila de ventosas de pulpos, Arist.HA 525a19, PA 685b12.
2 metrol. de dos cótilas de capacidad κύλιξ Hp.Int.12, λήκυθος Sotad.Com.1.33, cf. Polyaen.8.16.2, SB 9949.28 (Cirene II/I a.C.), (ἀλάβαστρος) PCair.Zen.89.5 (III a.C.), ποτήρια ῥοδιακά ID 1441A.2.69, 1450A.164 (ambas II a.C.)
subst. τὸ δ. vaso de dos cótilas de capacidad, Posidon.76
dos cótilas como medida δ. ἐλαίου χρηστοῦ POxy.937.27 (III d.C.).