[ᾰ], ον, poet. for ἀρόσιμος (q. v.), S.Ant.569.
[Seite 368] p. = ἀρόσιμος, γύαι Soph. Ant. 565.
ἀρώσιμος: -ον, ποιητ. ἀντὶ ἀρόσιμος, ὃ ἴδε.
ος, ον :arable ; fertile.Étymologie: ἀρόω.
v. ἀρόσιμος.