ἀπρίξ

Revision as of 12:09, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_6)

English (LSJ)

Adv.

   A fast, tight, ἀ. ὄνυξι συλλαβών S.Aj.310; ἀ. ἔχεσθαι τοῦ κερδαίνειν Id.Fr.328, cf. Theoc.15.68, Luc.Nec.5, Eun.VSp.475 B.; τοῖν χεροῖν λαβέσθαι τινός Pl.Tht.155e, cf. Plb.12.11.6; ἔχειν χείρεσσι Theoc.24.55; δράξασθαι AP5.247 (Paul. Sil.).    II Subst., a kind of ἄκανθα (Cypr.), EM132.53.

German (Pape)

[Seite 338] (πρίω, ἀ copulat.), eigtl. mit zusammengebissenen Zähnen festhaltend, nicht loslassend, unablässig, τοῖν χεροῖν λαβέσθαι Plat. Theaet. 155 e; vgl. Soph. Ai. 303; ἀπρὶξ ἔχευ ἁμῶν Theocr. 15, 68 (Schol. ἐμπεφυκότως, ὥστε μὴ διαπρίσαι τὴν συμφυΐαν); vgl. 24, 54. 29, 25; Pol. 10, 11; Luc. Necyom. 5; παλάμη ἀπρὶξ δραξαμένη Paul. Sil. 4 (V, 248); übertr., τοῦ κερδαίνεινἀπρὶξ ἔχονται Soph. frg. 325; ἀπρὶξ ἐμφύντες Ael. N. A. 1, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρίξ: ἐπίρρ. (α εὐφων., πρίω, πρβλ. γνύξ, ὀδάξ, ὀκλάξ, κτλ.: - μετὰ κεκλεισμένων ὀδόντων, Λατ. mordicus· ἐντεῦθεν, στενῶς, σφιγκτά, «προσπεφυκότως, ἰσχυρῶς, σφοδρῶς, ὃ οὐχ οἶόν τε πρῖσαι διὰ τὴν σύμφυσιν» Ἡσύχ.· ἀπρὶξ ὄνυξι συλλαβὼν Σοφ. Αἴ. 310· ἀπρὶξ ἔχεσθαί τινος ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 325, Λουκ. Νεκυομ. 5· τοῖν χεροῖν λαβέσθαι Πλάτ. Θεαίτ. 155Ε· ἔχειν χερσὶ Θεόκρ. 24. 54· δράξασθαι Ἀνθ. Π. 5. 248.

French (Bailly abrégé)

adv.
litt. en mordant comme une scie ; fermement, sans lâcher prise.
Étymologie: ἀ- prosth., πρίω.

Spanish (DGE)

1 adv. con fuerza, fuertemente ἀ. ὄνυξι συλλαβὼν χερί S.Ai.310
firmemente τοῦ ... κερδαίνειν ... ἀ. ἔχονται S.Fr.354, cf. Sophr.97, Theoc.15.68, Luc.Nec.5, M.Ant.4.32, D.C.79.20.2, Eun.VS 475
οὗ ἂν δύνωνται ἀ. τοῖν χεροῖν λαβέσθαι Pl.Tht.155e, χείρεσσιν ἀ. ἔχοντα Theoc.24.55, δραξαμένη AP 5.248 (Paul.Sil.), ἀ. τὸ ταῖς χερσὶν ἀμφοτέραις κατασχεῖν βίᾳ Moer.78, Et.Gen.1085.
2 subst. neutr. una especie de acanto (Chipre) EM 132.53G.

• Etimología: Formado, como ἀπρίγδα, por ἀ- intens. y la raíz que se encuentra en πρίζω, deriv. de πρίω, q.u. El sent. sería ‘al modo de los dientes de una sierra’.