ἀμφιδοξέω

Revision as of 12:12, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_3)

English (LSJ)

   A to be doubtful, τὸ ἀμφιδοξεῖν room for doubt, Arist.Rh. 1356a8; ἀ. περί τινος Plb.32.16.5.    II c. acc., doubt about, Arist. SE176b15:—Pass., to be doubtful, τἀληθὲς ἀμφιδοξεῖται ib.176b20; ἀποφάσεις Plb.36.9.2; ἐλπίδες D.S.19.96, cf.Plu.Thes.23.

German (Pape)

[Seite 138] unschlüssig, zweifelhaft sein, Arist. rhet. 1, 2; περί τινων Pol. 32, 26, 5; Plut. im pass., Thes. 23.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιδοξέω: εἶμαι ἀμφίδοξος, διστάζω, τὸ ἀμφιδοξεῖν, τὸ ἀμφιβάλλειν. Ἀριστ. Ρητ. 1. 2, 4· ἀμφ. περί τινος Πολύβ. 32. 26, 5. ΙΙ. μ. αἰτ. ἀμφιβάλλω περί τινος, Ἀριστ. Σοφ. Ἔλεγχ. 17. 17: ― Παθ., εἶμαι ἀμφίβολος, ἀμφιβάλλομαι, τἀληθὲς ἀμφιδοκεῖται αὐτόθι 17. 18· ἐλπίδες Διον. 19. 96, πρβλ. Πλουτ. Θησ. 23.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 être dans le doute;
2 mettre en doute ; Pass. être douteux.
Étymologie: ἀμφίδοξος.

Spanish (DGE)

dudar dobre c. ac. ὅσα ἀ. Arist.SE 176b15
c. giro preposicional περὶ τῶν προσπιπτόντων Plb.32.16.5, τοῖς πυρσοῖς ἐναντίοις ἀμφιδοξήσαντες desconcertados por las señales contradictorias Polyaen.6.19.2
subst. τὸ ἀμφιδοξεῖν el dudar Arist.Rh.1356a8
v. pas. ser dudoso τὸ ἀληθὲς ἀμφιδοξεῖται Arist.SE 176b20, cf. Plb.36.9.2, ἐλπίς D.S.19.96, παράδειγμα Plu.Thes.23.