ἀμφίδοξος

From LSJ

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίδοξος Medium diacritics: ἀμφίδοξος Low diacritics: αμφίδοξος Capitals: ΑΜΦΙΔΟΞΟΣ
Transliteration A: amphídoxos Transliteration B: amphidoxos Transliteration C: amfidoksos Beta Code: a)mfi/docos

English (LSJ)

ἀμφίδοξον, of persons,
A with doubtful mind, Ps.-E.Fr.1132.52; πρὸς τὸ θεῖον Plu.2.434d; περί τινος ib.11d.
2 of a witness, of doubtful credibility, Arist.Rh.Al.1431b23.
II of things, ambiguous, doubtful, ἐν ἀμφιδόξῳ Thphr. CP 1.22.2; ἀμφίδοξος νίκη, ἐλπίδες, Plb. 11.1.8, 15.1.12; of oracles, Luc.JConf.14 (v.l.); causing doubt, πτοῖαι Onos. 6.5. Adv. ἀμφιδόξως Gal.1.273, al.
2 in Prosody, of doubtful quantity, Lat. anceps, Sch.Heph.1.4.

Spanish (DGE)

-ον
I pas.
1 de pers. dudoso τὸν μάρτυρα <ἢ> πιστὸν ἢ ἄπιστον ἢ ἀμφίδοξον Anaximen.Rh.1431b28.
2 de cosas dudoso, ambiguo νίκη Plb.11.1.8, cf. Plu.Fab.3, κίνδυνος ἀμφίδοξος = riesgo con desenlace imprevisible Plb.9.4.4, ἀμφίδοξα τὰ τέλη τῶν κινδύνων Plb.18.28.11, ἐλπίς Plb.15.1.12, οὐδέν Luc.Harm.4
que causa duda πτοῖαι Onas.6.5
en métr. συλλαβὴ ἀμφίδοξος = sílaba anceps Sch.Heph.p.97
ταῦτα μὲν ἐν ἀμφιδόξῳ = eso está en duda Thphr.CP 1.22.2.
II act. que duda E.Fr.1132.52, περὶ δὲ τοῦ ῥηθήσεσθαι μέλλοντος ἀμφίδοξός εἰμι Plu.2.11c, ἀ. ὢν ... πρὸς τὰ θεῖα Plu.2.434d.
III adv. ἀμφιδόξως = ambiguamente Gal.1.273.

German (Pape)

[Seite 138] unentschieden, zweifelhaft, νίκη Pol. 11, 1, 8; κίνδυνος 9, 4; ἐλπίδες 15, 1, 12; Plut. öfter; ἐν ἀμφιδόξῳ εἶναι, streitig sein, Theophr.; Luc. Ilarm. 4; συλλαβή, anceps, Schol. Hephaest. p. 6; ἀμφίδ. πρὸς τὰ θεῖα, der keine feste Meinung über die Götter hat, Plut. def. or. 45.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 contestable, douteux;
2 qui doute, qui n'a pas d'opinion arrêtée.
Étymologie: ἀμφί, δοκέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφίδοξος:
1 спорный, сомнительный (νίκη Polyb., Plut.; ἐλπίδες Polyb.);
2 сомневающийся, нерешительный; недоумевающий (πρός τι и περί τινος Plut.);
3 стих. обоюдный, т. е. то долгий, то короткий (συλλαβή).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίδοξος: -ον, (δόξα) ὁ ἔχων ἀμφίβολον καὶ μὴ ὡρισμένην καὶ βεβαίαν δόξαν, δηλ. γνώμην, Ψευδο-Εὐρ. Ἀποσπ. 1117. 52, Ἀριστ. Ρητ. Ἀλ. 16, 1) ἐπὶ προσ., πρὸς τὸ θεῖον Πλούτ. 2. 434D· περὶ τοῦ μέλλοντος αὐτόθι 11D. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἀναποφάσιστος, ἀμφίβολος, νίκη, ἐλπὶς Πολύβ. 11. 1, 8., 15. 1, 12. 2) ἐπὶ προσῳδίας, ὁ ἀμφιβόλου ποσότητος, Λατ. anceps, Γραμμ.

Greek Monolingual

ἀμφίδοξος, -ον (Α)
1. (για πρόσωπα) αυτός που έχει αμφίβολη γνώμη για κάτι, που είναι ασταθής στις πεποιθήσεις του
2. (για μάρτυρα) αυτός, για τον οποίο γεννιέται αμφιβολία, διχογνωμία
3. (για πράγματα) αμφίβολος, αμφισβητήσιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -δοξος < δόξα.
ΠΑΡ. ἀμφιδοξῶ].

Greek Monotonic

ἀμφίδοξος: -ον (δόξα), αυτός που έχει διχασμένη ή ασαφή γνώμη, αβέβαιος, διχασμένος, αμφίβολος, σε Πολύβ. κ.λπ.

Middle Liddell

δόξα
with doubtful mind or of double sense, doubtful, Polyb., etc.