ἄνοιγμα

Revision as of 12:13, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_4)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A opening, door, LXX3 Ki.14.6 (cod. Alex.); value, Zos.Alch.p.225B., etc.    II ἄ. σφαίρας, used of the diameter of a sphere, IGRom.4.503.12 (Pergam.).

German (Pape)

[Seite 239] τό, Oeffnung, Thür, LXX u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνοιγμα: -ατος, τό, μέρος ἀνοικτόν, θύρα, Ἑβδ. (Βασιλ. Γ´, ιδ´, 6, Ἀλεξανδρ. Κῶδ.), Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 714, Ἐτυμ. Μ. 349. 54. ΙΙ. ἔκτασις, διάστημα (;) Συλλ. Ἐπιγρ. 3546. 12. - Ὡσαύτως ἀνοιγμός, ὁ, Βυζ.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 puerta, entrada LXX 3Re.14.6.
2 abertura ἄ. τοῦ χαλκείου σύμμετρον Zos.Alch.225, ἔσται ἄ. ἡ διάμετρος IGR 4.503.12 (Pérgamo).