ἀπαμπλακεῖν

Revision as of 12:15, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_5)

English (LSJ)

inf. of aor. ἀπήμπλακον (no pres. in use),

   A = ἀφαμαρτεῖν, fail utterly, S.Tr.1139.

German (Pape)

[Seite 277] nur aor. ἀπήμπλακον, verfehlen, fehlen, Soph. Tr. 1129.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπᾰμπλακεῖν: ἀπαρ. τοῦ ἀορ. ἀπήμπλακον (ἄνευ εὐχρήστου ἐνεστῶτος), = ἀφαμαρτεῖν, ὁλοσχερῶς ἀποτυχεῖν, Σοφ. Τρ. 1139. (Ἕτεροι προτιμῶσι τὸν ἄνευ τοῦ μ τύπον, ἀπαπλ-)· πρβλ. Ἐλμσλ. ἐν Μηδ. 115.

Spanish (DGE)

(ἀπαμπλᾰκεῖν)
sólo aor. equivocarse στέργημα γὰρ δοκοῦσα προσβαλεῖν σέθεν ἀπήμπλαχ' creyendo darte un filtro de amor, se equivocó S.Tr.1139.