equivocarse
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
Spanish > Greek
ἐμποδίζω, διαπίπτω, διαπλανάω, διασφάλλω, ἐξαπατάω, ἀπατῶμαι, ἀάω, ἀπαμπλακεῖν, διαμφοδέω, ἐξαμαρτάνω, διαμαρτάνω, ἀποσφάλλω, ἁμαρτάνω, ἀγνοέω, ἀστοχέω, ἀμπλακίσκω, ἀποπλανάω