equivocarse
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
Spanish > Greek
ἐμποδίζω, διαπίπτω, διαπλανάω, διασφάλλω, ἐξαπατάω, ἀπατῶμαι, ἀάω, ἀπαμπλακεῖν, διαμφοδέω, ἐξαμαρτάνω, διαμαρτάνω, ἀποσφάλλω, ἁμαρτάνω, ἀγνοέω, ἀστοχέω, ἀμπλακίσκω, ἀποπλανάω