ἀφαρμάκευτος

Revision as of 12:19, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_8)

English (LSJ)

[μᾰ], ον,

   A without medicine, not physicked, Hp.Acut. (Sp.) 27; without cosmetics, ξανθίζειν ἀφαρμάκευτα Alciphr.Fr.5.4.

German (Pape)

[Seite 407] ohne Arznei, Gift, Hippocr.; ungefärbt, τρίχες Alciphr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφαρμάκευτος: -ον, ἄνευ φαρμάκου, ἐᾶν ἀφαρμάκευτον εἶναι Ἱππ. 401. 15· ἄνευ καλλωπιστικῶν φαρμάκων, ξανθίζειν ἀφαρμάκευτα Ἀλκίφρων Ἀποσπ. 5. 4· ― ὁ ἄνευ φαρμάκων θεραπεύων, Ἰατρὸν ἀφαρμάκευτον, ἐπὶ τοῦ Χριστοῦ, Βασίλ. Σελ. λογ. 35. σ. 180.

Spanish (DGE)

-ον
1 no medicado, no purgado de pers. ἐᾶν ἀφαρμάκευτον εἶναι Hp.Acut.(Sp.) 27.
2 que no utiliza fármacos ἰατρὸς ἀ. ὁ δεσπότης Χριστός Bas.Sel.Or.M.85.373A
neutr. plu. como adv. sin fármacos o tintes, naturalmente (τρίχες) ξανθίζουσαι δὲ ἀφαρμάκευτα Alciphr.Fr.5.4.