ἀφήγημα

Revision as of 12:19, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_8)

English (LSJ)

Ion. ἀπήγ-, ατος, τό,

   A tale, narrative, Hdt.2.3.    II guiding, leading, LXX 4 Ma.14.6.

German (Pape)

[Seite 409] τό, 1) ion. ἀπήγημα, die Erzählung, Her. 2, 3, – 2) die Anführung, Anleitung, Ios.; LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφήγημα: Ἰων. ἀπήγημα, τό, διήγημα, ἱστορία, Ἡρόδ. 2. 3. ΙΙ. τὸ ὁδηγεῖν, ὁδηγία, ἀρχηγία, Ἰωσήπ. Μακκ. 14.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
récit, narration.
Étymologie: ἀφηγέομαι.

Spanish (DGE)

-ματος, τό

• Alolema(s): jón. ἀπήγ- Hdt.2.3
1 relato, narración τὰ ... θεῖα τῶν ἀπηγημάτων οἷα ἥκουον Hdt.l.c.
2 guía, conducción οἱ πόδες συμφώνως τοῖς τῆς ψυχῆς ἀφηγήμασιν κινοῦνται LXX 4Ma.14.6.