βαττολογέω
English (LSJ)
A = βατταρίζω, speak stammeringly, say the same thing over and over again, Ev.Matt.6.7, Simp. in Epict.p.91D.
German (Pape)
[Seite 439] unnützes Zeug schwatzen, plappern, stammverwandt mit βατταρίζω, N. T. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
βαττολογέω: βατταρίζω, ὁμιλῶ τραυλίζων, ἐπαναλαμβάνω τὸ αὐτὸ πολλάκις (ὡς ποιοῦσιν οἱ ἔχοντες δυσκολίαν περὶ τὴν γλῶσσαν), Εὐαγγ. κ. Ματθ. Ϛ΄, 7, Σιμπλίκ. π. Ἐπίκτ. 340· - ῥηματ. ἐπίθ., -λογητέον, Ἐκκλ.· - ἐντεῦθεν βαττολογία, ἡ, = βατταρισμός, ματαιολογία, φλυαρία, Ἐκκλ., οἵτινες ὡσαύτως μετεχειρίζοντο τὴν λέξιν βαττολόγημα, τό, καὶ βαττολόγος, ὁ, ἡ. (Ἡ ῥίζα εἶναι τὸ κύριον ὄνομα Βάττος, ὅπερ φαίνεται ὡς ὀνοματοπ. ἀπό τινος τραυλίζοντος, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 155· περὶ τῆς παροιμίας τὸ Βάττου σίλφιον, ἴδε σίλφιον).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
bredouiller, dire toujours la même chose ; bavarder.
Étymologie: Βάττος, λέγω³.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): βατταλογέω Eu.Matt.6.7
1 repetir machaconamente las plegarias μὴ βατταλογήσητε ὥσπερ οἱ ἐθνικοί Eu.Matt.l.c., περὶ καθηκόντων δὲ βαττολογῶν Simp.in Epict.p.91.
2 hablar por hablar ἐν οἴνῳ μὴ βαττολόγει σοφίαν ἐπιδεικνύμενος Vit.Aesop.W.109, cf. Gr.Nyss.M.44.1129C, Ath.Al.M.26.25C.