[ᾰ], τό, (γλάφω)
A hollow, cavern, Hes.Op.533.
γλάφῠ: [ᾰ], τό, (γλάφω) κοιλότης, ὀπή, σπήλαιον, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 531.
(γλάφῠ) τό• Prosodia: [-ᾰ-]caverna, gruta Hes.Op.533, Hsch., Eust.178.33.• Etimología: v. γλαφυρός.