γλάφω
English (LSJ)
[ᾰ],
A scrape up, dig up, hollow, ποσσὶ γλάφει, of a lion, Hes. Sc.431.
II engrave, CR12.282 (ii A. D.).
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 escarbar el suelo ποσσὶν γλάφει de un león, Hes.Sc.431, cf. Hsch.γ 240, Sch.D.T.319.35, 320.1.
2 grabar en la piedra γλυφίδι γλάψας IMEG 105.2 (Coptos II d.C.), cf. Hsch.γ 619, Phot.γ 133; cf. tb. γλάπτω.
French (Bailly abrégé)
creuser le sol du pied en parl. d'un lion.
Étymologie: R. Γλαφ gratter, lat. scalpo ; cf. γλύφω‖sculpo.
German (Pape)
aushöhlen; der Löwe ποσσὶ γλάφει, scharrt die Erde auf, Hes. Sc. 431. Bei Vetera Lexica = aushauen, ausschnitzen. Vgl. γλύφω, γράφω.
Russian (Dvoretsky)
γλάφω: (ᾰ) рыть, разгребать (землю) (ποσσί Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
γλάφω: [ᾰ], ξέω, ἀνασκάπτω, κοιλαίνω, ποσσὶ γλάφει, ἐπὶ λέοντος, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 431· ἴδε ἀπο-, δια-γλάφω. (Ἐκ √ ΓΛΑΦ παράγονται ὡσαύτως γλάφυ, γλαφυρός, πρβλ. Λατ. glaber, Glabrio· - γλάφω ἔχει πρὸς τὸ γλύφω ὡς τὸ Λατ. scalpo πρὸς τὸ sculpo).
Greek Monolingual
γλάφω (Α)
σκάβω, κοιλαίνω κάτι («ποσσὶ γλάφει» —ο λέων— Ησίοδ.)
2. χαράζω με τη γλυφίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γλαφυρός.
Greek Monotonic
γλάφω: [ᾰ], ανασκάπτω, ξύνω, σκάβω το έδαφος, λέγεται για λιοντάρι, σε Ησίοδ.
Middle Liddell
[from γλαφυρός
to scrape up the ground, of a lion, Hes.
Mantoulidis Etymological
(=σκάβω, λαξεύω). Ἀπό ρίζα γλαφ-.
Παράγωγα: τό γλάφυ (=κοιλότης, σπηλιά), γλαφυρός (=βαθουλός, στιλπνός, κομψός), γλαφυρία (=στιλπνότης), γλαφυρότης.