δνόφεος: -ον, = δνοφερός, σκοτεινός, ἀμαυρός, δνόφεόν τε κάλυμμα τῶν ὕστερον ἐρχομένων Βακχυλ. 15. 33 (Blass).
-α, -ον
• Alolema(s): fem. -έη Hsch.; γνόφ- Hsch.
oscuro, negro γῆ Hes.Th.736 (var.), κάλυμμα B.16.32, cf. Hsch.ll.cc.
•fig. δνοφέοις ἀχέεσσιν Ibyc.222.6S.