ἐνεός

Revision as of 12:30, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_15)

English (LSJ)

(in codd. sts. ἐννεός Act.Ap.9.7, etc.), ά, όν,

   A dumb, speechless, freq. joined with κωφός, as Pl.Tht.206d, Arist.HA536b4, Pr. 961b14, Sens.437a16; without κωφός, ἐνεοῖς ἀνθρώποις ὁμοίους Epicur. Fr.356, cf. LXXIs.56.10, Plu.Num.8, D.C.62.16: acc. to Hsch., ὃς οὔτε ἀκούει οὔτε λαλεῖ deaf and dumb, as in X.An.4.5.33. Adv. -εῶς dub.l. in Orac. ap. Polyaen.6.53.    2 senseless, stupid, ἀπείρους καὶ ἐ. Pl.Alc.2.140d.    3 of things, useless, Hp.Off.8; ἐς τὸ ἐ. κεῖσθαι ibid.    4 dumbfounded, astonished, εἱστήκεισαν ἐ. Act.Ap.l.c.

German (Pape)

[Seite 838] (vgl. ἄνεως), auch ἐννεός geschr, sprachlos, stumm; neben κωφός Plat. Theaet. 206 d, wie Arist. sens. 1 probl. 33, 1; vgl. H. A. 4, 9 ὅσοι κωφοὶ γίνονται ἐκ γενετῆς, πάντες καὶ ἐννεοὶ γίνονται, also taubstumm, wie Xen. An. 4, 5, 33. – Auch = dumm, εὐήθεις – ἄκακοι καὶ ἄπειροι καὶ ἐνεοί Plat. Alc. II, 140 d; B. A. 251 ἐνεὸς ὁ διὰ μωρίαν λήθαργος καὶ ἀμνήμων. – Adv., Orac. Polyaen. 6, 53.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνεός: -ά, -όν, (γράφεται καὶ διὰ δύο ν, ἀλλ’ οὐχὶ ὀρθῶς), ἄλαλος, «ὃς οὔτε ἀκούει οὔτε λαλεῖ» (Ἡσύχ.), παρὰ Πλάτ. καὶ Ἀριστ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον συνδυάζεται μετὰ τοῦ κωφός, ὁ μὴ ἐνεὸς ἢ κωφὸς ἀπ’ ἀρχῆς Πλάτ. Θεαίτ. 206D· ὅσοι δὲ κωφοὶ γίνονται ἐκ γενετῆς, πάντες καὶ ἐνεοὶ γίνονται· φωνὴν μὲν οὖν ἀφιᾶσι, διάλεκτον δ’ οὐδεμίαν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 16, Προβλ. 33. 1, π. Αἰσθ. 1. 12· τοῖς δὲ παισὶν ἐδείκνυσαν, ὥσπερ ἐνεοῖς, ὅ,τι δέοι ποιεῖν Ξεν. Ἀν. 4. 5, 33. 2) ὡς τὸ νήπιος, εὐήθης, Πλάτ. Ἀλκ. Δεύτερος 140D· ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 782 ὁ Ἕρμ. ἀποδέχεται τὴν εἰκασίαν τοῦ Μeineke ἐνεὸς ὢν ἐνεὰ φρονεῖ, ἀντὶ τοῦ: νέος ἐὼν νέα φρονεῖ τῶν κωδίκ., ὅπερ ὁ Turneb. διώρθωσεν: ὢν νέος νέα φρονεῖ: - Ἐπίρρ. ἐνεῶς, «εὐήθως, μωρῶς» (Κοραῆς), Χρησμ. παρὰ Πολυαίνῳ 6. 53. 3) ἐπὶ πραγμάτων, ἄχρηστος, Ἱππ. 743C· πρβλ. ἄνεω, ἄναυδος.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
muet de naissance.
Étymologie: DELG aucune étym.

Spanish (DGE)

-ά, -όν

• Alolema(s): ἐννεός Hsch.H.Hom.20.21.6
I de pers. o anim.
1 que no puede hablar, mudo εἰ φωνὴν μὴ εἴχομεν μηδὲ γλῶτταν ... ὥσπερ οἱ ἐνεοί Pl.Cra.422e, οἱ δὲ ἐνεοὶ λαλοῦσι διὰ τῶν ῥινῶν Arist.Pr.899a5, ἐνεὸν δέ τις ἑαυτὸν ποιήσας δόξει φρόνιμος εἶναι LXX Pr.17.28, cf. Plu.Num.8, D.C.62.16.5, frec. unido a κωφός Pl.Tht.206d, Arist.HA 536b4, Pr.961b14, Sens.437a16
de perros mudo, que no puede ladrar πάντες κύνες ἐνεοί, οὐ δυνήσονται ὑλακτεῖν LXX Is.56.10, cf. PMich.723.8 (IV d.C.)
Ἐνεά la Muda tít. de una comedia de Antífanes, Phot.ε 887, y prob. tb. de Apolodoro, Caristio, Poll.10.152 (cód.).
2 sordomudo τοῖς παισὶν ἐδείκνυσαν ὥσπερ ἐνεοῖς ὅ τι δέοι ποιεῖν X.An.4.5.34, cf. Hsch.
II fig.
1 de cosas inútil, inservible del nudo de un vendaje τὸ δὲ ἅμμα μήτε ἐν τρίβῳ ... μήτε ἐκεῖσε ὅπου ἐνεόν Hp.Off.8, ἐς τὸ ἐνεὸν κείσεσθαι Hp.Off.8.
2 de pers. estúpido ἄκακοι καὶ ἄπειροι καὶ ἐνεοί Pl.Alc.2.140c
como accidente temporal mudo de estupor, estupefacto, atónito οἱ δὲ ἄνδρες ... εἱστήκεισαν ἐνεοί Act.Ap.9.7, ὑμεῖς δὲ ἐνεοῖς προσεοικότες Hld.4.19.2, ἀκούσαντες ἐταράχθησαν καὶ ἐγένοντο ἐννεοί, λαλῆσαι μὴ δυνάμενοι Hsch.H.l.c.
3 voluntariamente mudo, callado ἐνεὸς κάτασχε quédate mudo, e.d., contente Ach.Tat.5.19.3, ὁ δὲ Ναυσικλῆς ἐνεὸς ἐγεγόνει Hld.5.11.2.