intercalar
Spanish > Greek
ἐντάσσω, ἐνάπτω, διαλαμβάνω, ἐμβάλλω, ἐγκατατάσσω, ἐμβολαῖος, ἐμβολιμεύω, ἐνδιασκευάζω, ἐμβολιμαῖος, ἐμβολισμός, ἐμβόλιμος, διαστοιβάζω, ἐγκαταχωρίζω
ἐντάσσω, ἐνάπτω, διαλαμβάνω, ἐμβάλλω, ἐγκατατάσσω, ἐμβολαῖος, ἐμβολιμεύω, ἐνδιασκευάζω, ἐμβολιμαῖος, ἐμβολισμός, ἐμβόλιμος, διαστοιβάζω, ἐγκαταχωρίζω