ἀνάπηρος

Revision as of 17:46, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

English (LSJ)

ον,

   A maimed, mutilated, Hermipp.35, Lys.24.13, Pl.Cri. 53a, etc.; ψυχὴ ἀ. πρὸς ἀλήθειαν Id.R.535d; ἀνάπηρα θύειν Id.Alc.2.149a, cf. Arist.PA773a13, al. Adv. -ρως Zonar. (Sts. spelt ἀνάπειρος in codd., LXX To.14.2, Ev.Luc.14.13,21, cf. Phryn.PSp.13 B.)

German (Pape)

[Seite 201] verstümmelt, verkrüppelt, χωλοὶ καὶ τυφλοὶ καὶ ἄλλοι ἀνάπηροι Plat. Crit. 53 a; βοίδια Hermipp. Ath. XII, 551 b; übertr., ψυχὴ πρὸς ἀλήθειαν ἀνάπ. Plat. Rep. VII, 535 d; ἀνάπηρον ποιεῖσθαι Aesch. 1, 183, = folgdm.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάπηρος: -ον, ὁ πεπηρωμένος μέλει τινὶ τοῦ σώματος, ἠκρωτηριασμένος, κολοβός, Τουρκ. «σακάτης», ἀνάπηρα ... βούδια Ἕρμιπ. ἐν «Κέρκωψιν» 1, Λυσ. 169. 26, Πλάτ. Κρίτων 53Α, κτλ.· ψυχὴ ἀν. πρὸς ἀλήθειαν ὁ αὐτ. Πολ. 535D· ἀνάπηρα θύειν ὁ αὐτ. Ἀλκ. ΙΙ. 149Α· συχν. παρ’ Ἀριστ. - Ἐπίρρ. -ρως Ζωναρ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
estropié, infirme.
Étymologie: ἀνά, πηρός.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): tb. ἀνάπειρος LXX To.14.2
I 1mutilado, lisiado ἀνάπηρα ... βούδια Hermipp.35, χωλὸν καὶ ἀνάπηρον ἄνθρωπον Plu.2.194c, ἀνάπειρος τοῖς ὀφθαλμοῖς LXX To.14.2, cf. Lys.24.13, Pl.Cri.53a, Aeschin.1.183, Arist.GA 775a4, πούς Teles p.60.3, D.C.36.6.1, D.L.6.33, Eu.Luc.14.13, 21
fig. ἀνάπηρον ψυχήν Pl.R.535d.
2 débil, canijo γίννος, τοῦτο δ' ἐστὶν ἡμίονος ἀνάπηρος Arist.GA 748b34, cf. D.Chr.3.21.
3 subst. ἀνάπηρα animales defectuosos ἀνάπηρα θύουσιν Pl.Alc.2.149a, prob. Antipho Soph.B 39.
II adv. -ως con mutilación Zonar.

English (Strong)

from ἀνά (in the sense of intensity) and peros (maimed); crippled: maimed.