συγκακοπαθέω
English (LSJ)
A partake in sufferings, 2 Ep.Ti.1.8.
German (Pape)
[Seite 963] mit, zugleich, zusammen leiden, – auch mitleiden, mitempfinden, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συγκᾰκοπᾰθέω: μετέχω τῆς κακοπαθείας, τῶν παθημάτων τινός, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Τιμόθ. α΄, 8· συμπάσχω, συμπαθῶ, τινι Βασίλ. ΙΙΙ, 208, κλπ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
souffrir avec, τινι.
Étymologie: σύν, κακοπαθέω.
English (Strong)
from σύν and κακοπαθέω; to suffer hardship in company with: be partaker of afflictions.