κακοπαθέω
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
English (LSJ)
fut. -παθήσομαι PLond.1.98r73 (i/ii A.D.): pf. κεκακοπάθηκα Aen.Tact.26.7:—to be in ill plight, be in distress, Th.1.78, X.Mem.2.1.17, And.2.26, Lys.6.28, D.18.146; πολλὰ κ. PCair.Zen. 93.17 (iii B.C.); τινι by or from a thing, τοῦ Χωρίου τῇ ἀπορίᾳ Th.4.29; ὑπό τινος Id.2.41; πρός τι Phld.Oec.p.53 J.; of sickness, Hp.VM19; κακοπαθέω σώματι suffer in body, Antipho 5.2, 18, Isoc.2.46; τῇ ψυχῇ Democr. 191; of plants or trees, Thphr. CP 3.4.4, al.
German (Pape)
[Seite 1301] Unglück erleiden, unglücklich sein; σώματι Isocr. 2, 46; Antiph. oft; Lys. 6, 28; Thuc. 1, 122; τῇ ἀπορίᾳ 4, 29; ὑπό τινος 2, 41; Folgde; Arist. Eth. Nic. 1, 5, 6.
French (Bailly abrégé)
κακοπαθῶ :
être dans une mauvaise situation, être réduit aux extrémités.
Étymologie: κακοπαθής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακοπαθέω [κακοπαθής: ellendig] lijden, te verduren hebben:. κακοπαθοῦντες τοῦ χωρίου τῇ ἀπορίᾳ lijdend onder de onherbergzaamheid van de streek Thuc. 4.29.2.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκοπᾰθέω: страдать, мучиться (σώματι Isocr.); испытывать невзгоды (πολλάκις Lys.; περί τι Arst.); терпеть лишения (στρατιῶται κακοπαθοῦντες Plut.): κ. τοῦ χωρίου τῇ ἀπορίᾳ Thuc. терпеть (всяческую) нужду из-за (условий) местности; κ. ὑπό τινος Thuc. страдать по чьей-л. вине.
English (Strong)
from the same as κακοπάθεια; to undergo hardship: be afflicted, endure afflictions (hardness), suffer trouble.
English (Thayer)
κακοπαθῶ; 1st aorist imperative 2 singular κακοπάθησον; (κακοπαθής); to suffer (endure) evils (hardship, troubles); to be afflicted: Winer's Grammar, § 41a. 3at the end; cf. § 60,4c.; Buttmann, § 139,28) (the Sept. Xenophon, Plutarch, others); used frequently of the hardships of military service (Thucydides 4,9; Polybius 3,72, 5; Josephus, Antiquities 10,11, 1; b. j. 1,7, 4); hence, elegantly κακοπάθησον (L T Tr WH συγκακοπαθέω (T WH συν((which see at the end)) κακοπάθησον) ὡς καλός στρατιώτης, συγκακοπαθέω.)
Greek Monotonic
κᾰκοπᾰθέω: μέλ. -ήσω, υποφέρω δεινά, δυστυχώ, βρίσκομαι σε δυστυχία, περιπέφτω σε θλίψη, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
κακοπᾰθέω: πάσχω κακά, ὑποφέρω, εὐρίσκομαι ἐν κακῇ καταστάσει, ἐν δυστυχίᾳ, ἐν θλίψει, Θουκ. 1. 78, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 17, Ἀνδοκ. 23. 5, Λυσ. 105. 35, Δημ. 276. 13· τινι, τοῦ χωρίου τῇ ἀπορίᾳ Θουκ. 4. 29· ὑπό τινος ὁ αὐτ. 2. 41· ὡσαύτως ἐπὶ νόσου, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 16· κακ. σώματι, κακοπαθεῖν κατὰ τὸ σῶμα Ἀντιφῶν 129. 31., 131. 29, Ἰσοκρ. 24Α. Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 275 κἑξ.
Middle Liddell
κᾰκοπᾰθέω, fut. -ήσω
to suffer ill, to be in ill plight, be in distress, Thuc., Xen., etc. [from κᾰκοπᾰθής]
Chinese
原文音譯:kakopaqšw 卡可-爬帖哦
詞類次數:動詞(4)
原文字根:邪惡-情感 相當於: (חוּס)
字義溯源:受苦難,受痛苦,受苦,苦難,忍受苦難;源自(κακοπάθεια / καλοκαγαθία)=困苦);由(κακός)*=卑劣的)與(πάθος)=受苦)組成;而 (πάθος)出自(πάσχω)*=經歷)
出現次數:總共(4);提後(3);雅(1)
譯字彙編:
1) 我⋯受苦難(1) 提後2:9;
2) 受苦的(1) 雅5:13;
3) 要忍受苦難(1) 提後4:5;
4) 苦難(1) 提後2:3
Lexicon Thucydideum
mala pati, to suffer evils, 1.78.3, 1.122.3, 2.41.3, 4.29.2, 7.87.2, 7.87.6.