ὑποπλέω

Revision as of 17:47, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

English (LSJ)

   A sail under, τὴν Κύπρον, i.e. under the lee of C., Act.Ap. 27.4: c. dat., ὑ. τενάγεσσι AP9.296 (Apollonid.):—Pass., Philostr. Im.2.17.    II sail underground, ἐς τὸν Τίβεριν δι' [ὑπονόμων] D.C. 49.43.

German (Pape)

[Seite 1229] (s. πλέω), zu Schiffe darunter hinfahren, ὑποπλεύσας τενάγεσσιν Apollnds. 16 (IX, 296).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποπλέω: μέλλ. -πλεύσομαι, πλέω ὑποκάτω, ἢ πλησίον, κἀκεῖθεν ἀναχθέντες ὑπεπλεύσαμεν τὴν Κύπρον, δηλαδὴ ἔχοντες αὐτὴν ὑπήνεμον, Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 4· μετὰ δοτ., ὑπ. τενάγεσσιν Ἀνθ. Π. 9. 296. - Παθ., Φιλόστρ. 836. ΙΙ. πλέω κρυφίως, ἐς τὸν Τίβεριν δι’ ὑπονόμων Δίων Κάσσ. 49. 43.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 naviguer sous;
2 naviguer de côté, obliquement;
3 naviguer secrètement.
Étymologie: ὑπό, πλέω.

English (Strong)

from ὑπό and πλέω; to sail under the lee of: sail under.