δεικνύω
German (Pape)
[Seite 536] praes., = vor., Hes. O. 449; δεικνύει Men. Stob. flor. 93, 21; auch in Prosa an einigen Stellen, wie δεικνύουσι Xen. An. 6, 2, 2; cf. ἐπιδ.
French (Bailly abrégé)
c. δείκνυμι.
Spanish (DGE)
I tr.
1 gestual mostrar, señalar c. ac. de cosa δεικνύοντες τὰς κεφαλάς Hdt.3.79, τῷ πάππῳ δεικνύουσα αὐτό (τὸ βρέφος) Luc.DMar.12.2
•c. intervención oral mostrar, decir, enseñar δείκνυε δὲ δμώεσσι θέρευς ἔτι μέσσου ὄντος· «οὐκ αἰεὶ θέρος ἐσσεῖται» Hes.Op.502, ἄκουε ... ὅσα ἐγὼ δεικνύω σοι LXX Ez.40.4.
2 evidenciar por indicios o hechos, c. suj. animado y ac. de abstr. (γεράνου φωνή) χείματος ὥρην δεικνύει ὀμβρηροῦ Hes.Op.451, τάχα πείρατ' ἀέθλων δείκνυεν πατρωίων Pi.P.4.220, c. dat. instrum. ἔργῳ τὴν εὔνοιαν ἐδείκνυε Antipho 5.76
•fil. demostrar abs. ἄλλ' ἴθι, δείκνυε Pl.Phdr.228e.
3 c. ac. de pers. y pred. convertir en ὁ πλοῦτος καὶ τυφλοὺς <τοὺς> ἐμβλέποντας εἰς ἑαυτὸν δεικνύει la riqueza convierte en ciegos a los que miran hacia ella Men.Fr.77.
II intr.
1 c. εἰς y ac. de pers. dirigirse a ἐδείκνυε ἐς τὸν Βάττον Hdt.4.150.
2 c. part. pred. mostrarse δ. ἐσπουδακώς Men.Fr.745.
English (Strong)
a prolonged form of an obsolete primary of the same meaning; to show (literally or figuratively): shew.