καταξιόω

Revision as of 17:51, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

English (LSJ)

   A deem worthy, c. acc. et inf., D.59.111; hold in honour, Plb.4.86.8: c. gen. rei, deem worthy of a thing, τάξεως τὸν κίνδυνον Id.1.23.3; τινὰ μεγάλης ἀποδοχῆς D.S.2.60:—Med., οὔτε νιν . . Δίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατο did not regard and hold in high esteem, A.Th.667:—Pass., to be held worthy, πρεσβείας Plb.12.10.8, cf. Iamb.VP36.265; ἔργον ἐπιφανὲς καὶ κατηξιωμένον Plb.5.83.4.    II command, bid, πολλὰ Χαίρειν ξυμφοραῖς καταξιῶ A.Ag.572; σύ τοι κατηξίωσας thou didst decree it so, S.Ph.1095 (lyr.).    III deign, vouchsafe, c. inf., Luc. Ind.3, Jul.Ep.204, PLond.2.232.14 (iv A.D.), POxy.1214 (v A.D.), etc.    IV in bad sense, τῶν ἐν μέρους εἴδει πεφυκότων μηδενὶ καταξιώσωμεν let us not degrade it by likening it to... Pl.Ti.30c.    V in argument, claim, maintain, Phld.Sign.30, al.:—Med., c. inf., Id.Rh.1.32S.

German (Pape)

[Seite 1367] für würdig halten, würdigen; κατηξιοῦτε ταύτην μετέχειν τῆς πόλεως Dem. 59, 111; τάξεως Pol. 1, 23, 3; N. T.; von Thom. Mag. verworfen; übh. = in Ehren halten, Pol. 4, 86, 8. – Das med. hat Aesch. Spt. 649, Δίκη προσεῖπε καὶ κατηξιώσατο, hat ihn ihrer gewürdigt. – Wie das simplex, befehlen, bestimmen, πολλὰ χαίρειν ξυμφοραῖς καταξιῶ Aesch. Ag. 588, Soph. Phil. 1084 σύ τοι κατηξίωσας, du hast das Leid dir selbst bestimmt, zugezogen.

Greek (Liddell-Scott)

καταξιόω: θεωρῶ ἄξιον τιμῆς, ἀξιῶ, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Πλάτ. Τίμ. 30C· κ. ταύτην μετέχειν τῆς πόλεως Δημ. 1383. 11· μετὰ γεν. πράγμ., θεωρῶ ἄξιον πράγματός τινος, τιμῶ, Πολύβ. 1. 23, 3· τινὰ πρεσβείας κ. 12. 11, 8.- «οἱ δὲ οὐ καταξιοῦντες τὸν Τίμαρχον διὰ τὸ συνειδέναι, τίς ἦν οὐ προσεδέξαντο» Σουΐδ. - Μέσ., οὔτε νιν… Δίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατο, δὲν ηὐνόησε, δὲν ἐξετίμησε πολὺ (οὐδὲ προσιδεῖν κατηξιώσατο) Αἰσχύλ. Θήβ. 667.- Παθ., ἔργον ἐμφανὲς καὶ κατηξιωμένον Πολύβ. 5. 83, 4. ΙΙ. ὡς τὸ κελεύωλέγω, Λατ. jubeo valere, πολλὰ χαίρειν ξυμφοραῖς καταξιῶ Αἰσχύλ. Ἀγ. 572· σύ τοι κατηξίωσας, σὺ τὸ ἠθέλησας, (ἐπὶ κακῆς σημασ.), Σοφ. Φ. 1095.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
I. juger digne;
II. juger à propos, d’où
1 déclarer;
2 décider, ordonner, vouloir;
Moy. καταξιόομαι-οῦμαι juger digne de faveur.
Étymologie: κατάξιος.

English (Strong)

from κατά and ἀξιόω; to deem entirely deserving: (ac-)count worthy.