ματαιολογία
English (LSJ)
ἡ,
A idle talk, Diogenian.Epicur.2.16, 1 Ep.Ti.1.6, Plu.2.6f, Vett.Val.150.24 (pl.), al., Porph.Abst.4.16.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰταιολογία: ἡ, τὸ ματαιολογεῖν, ματαία, ἀνόητος ὁμιλία, Πλούτ. 2. 6F, Πορφύρ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. 4. 16.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
vain ou sot langage, vain bavardage ; discours creux.
Étymologie: ματαιολόγος.
English (Strong)
from ματαιολόγος; random talk, i.e. babble: vain jangling.
English (Thayer)
ματαιολογιας, ἡ (ματαιολόγος), vain talking, empty talk (Vulg. vaniloquium): Plutarch, mor., p. 6f.; Porphyry, de abstin. 4,16.)